Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Σκέψεις για τη ΓΣ της 31 Μαρτίου



    Η πρόσφατη εγκύκλιος του υπουργείου ορίζει τους διευθυντές ως υπεύθυνους για την συγκρότηση ομάδων εργασίας όταν ο σύλλογος διδασκόντων δεν έχει, ή δεν θέλει να αποφασίσει. 
      Η εγκύκλιος του υπουργού βάζει τους διευθυντές να κάνουν τη βρώμική δουλειά και να ορίσουν τη σύνθεση των ομάδων εργασίας. Η κίνηση του υπουργείου  προσπαθεί να μεταθέσει τις ευθύνες, να κάμψει τις αντιστάσεις και να  δρομολογήσει την διαδικασία αλλά επιπλέον μπορεί να έχει και διασπαστικά αποτελέσματα όσον αφορά την ενότητα του κλάδου. Οι συνάδελφοι διευθυντές βρίσκονται πλέον στη δυσάρεστη κατάσταση ή να τηρήσουν τον νόμο ή να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες.   
    Παράλληλα οι συνάδελφοι στα σχολεία βρίσκονται σε μια φάση αναμονής και απογοήτευσης. Δυστυχώς όσο και να θέλουμε να ωραιοποιήσουμε τη κατάσταση ο κλάδος σήμερα δεν εμφανίζει ούτε υψηλή συσπείρωση ούτε υψηλή αγωνιστικότητα. Το αντίθετο μάλιστα.  Πριν από μία εβδομάδα είχαμε τις πρώτες απολύσεις συναδέλφων και δυστυχώς αυτές έγιναν αμέσως μετά μια αποτυχημένη απεργιακή κινητοποίηση με ιδιαίτερα χαμηλή συμμετοχή. Δυστυχώς όμως και η συμμετοχή των συναδέλφων σε διαμαρτυρίες εκτός ωραρίου όπως και η χαμηλή συμμετοχή στις Γενικές Συνελεύσεις των ΕΛΜΕ (πανελλαδικά) δείχνει ότι βρισκόμαστε σε μια φάση έντονης αποσυσπείρωσης και απαξίωσης του συνδικαλισμού.
   Σε αυτή τη φάση καλούμαστε να απαντήσουμε στην ενέργεια του υπουργείου να προωθήσει την διαδικασία της αξιολόγησης η οποία σε πολλά μέρη έχει κολλήσει και δεν προχωρά λόγω της απροθυμίας αλλά και της άρνησης των συναδέλφων να ενταχθούν σε ομάδες αξιολόγησης.
    Στο σημείο αυτό έχουμε δύο προοπτικές που ανοίγονται μπροστά μας, δύο κύρια μονοπάτια να ακολουθήσουμε με διάφορες ενδεχόμενες κατακτήσεις αλλά και κινδύνους για το καθένα από αυτά.
   Ο πρώτος δρόμος είναι της ρήξης και της σύγκρουσης. Δεν συγκροτούμε ομάδες εργασίας πιέζουμε τους διευθυντές να πράξουν το ίδιο και αρνούμαστε να μετέχουμε ακόμα και αν οριστούμε από τους διευθυντές. Είναι προσπάθεια μη εφαρμογής της διαδικασίας. Ενδεχόμενη επιτυχία θα σταματήσει την αξιολόγηση και θα αποτελέσει την πρώτη μαζική απάντηση του συνδικάτου. Υπάρχει όμως έντονος ο κίνδυνος ότι ο δρόμος αυτός θα πολώσει την κατάσταση, θα φέρει συγκρούσεις στα σχολεία, θα φέρει τους διευθυντές απέναντι στους συναδέλφους και τους συναδέλφους που θα συμμορφωθούν απέναντι σε αυτούς που θα τηρήσουν τις αποφάσεις του συνδικάτου. Γενικά σε συνθήκες χαμηλής συσπείρωσης καλό είναι πολωτικές καταστάσεις να αποφεύγονται γιατί οδηγούν σε αύξηση της συσπείρωσης αλλά και των δύο αντίθετων απόψεων και τελικά σε διχασμό του συνδικάτου. 

  Ο δεύτερος δρόμος είναι αυτός της ευελιξίας και της προσπάθειας κατάργησης στην πράξη της διαδικασίας . Οι διευθυντές ορίζουν όλο το σύλλογο διδασκόντων ως μέλη των ομάδων εργασίας και από αυτό το σημείο και μετά προσπαθούμε να μπλοκάρουμε την λειτουργία των ομάδων εργασίας. Με αυτό τον τρόπο καταργούμε στην πράξη την σύνδεση της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας με την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού αφού πλέον μέλη των ομάδων θα είμαστε όλοι, άρα δεν θα υπάρχει πριμοδότηση για κάποιους ούτε και κίνητρο να επιλεγούν έναντι άλλων. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος να δουλέψουν τελικά κάποιες από τις ομάδες εργασίας και να παραχθεί κάποιο αποτέλεσμα. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η ενότητα του κλάδου και δεν εκτίθενται οι διευθυντές ούτε ομαδοποιούνται οι σύλλογοι. Επίσης δίνεται η δυνατότητα ενημέρωσης των συναδέλφων και λήψης αποφάσεων σε επίπεδο συλλόγου.  

    Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Δεν υπάρχει μαγική λύση και εξαρτάται από τις  προτεραιότητες που βάζει ο καθένας.
    Αν η προτεραιότητα είναι η ρήξη και η σύγκρουση με κάθε τίμημα τότε ο κατάλληλος δρόμος είναι ο πρώτος με κίνδυνο την χαμηλή συμμετοχή στις αποφάσεις του συνδικάτου, την διαίρεση και το διχασμό του κλάδου.
    Αν προτεραιότητα είναι η διατήρηση της ενότητας του κλάδου και της ηρεμίας μεταξύ των συναδέλφων τότε ο καταλληλότερος δρόμος είναι ο δεύτερος με κίνδυνο την λειτουργία έστω και υποτυπωδώς των ομάδων εργασίας.
 
  Η εφαρμογή της εγκυκλίου για τον ορισμό από τον διευθυντή των ομάδων εργασίας όπως και η υποχρεωτική συμμετοχή σε αυτές, έχει θεωρηθεί παράνομη από κάποιους νομικούς. Όμως οι απόψεις αυτές έχουν το χαρακτήρα γνωμοδότησης και όχι τελεσίδικης απόφασης που μόνο τα δικαστήρια μπορούν να εκδώσουν. Δυστυχώς και μέχρι τις δικαστικές αποφάσεις η άρνηση συμμετοχής σε ομάδες εργασίας συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις. Ποιος όμως θα αναλάβει την ευθύνη για την απόλυση ενός συναδέλφου ο οποίος δεν θα πειθαρχήσει;
Επίσης δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε δράσεις που καλούν συναδέλφους να παρανομήσουν υποσχόμενοι ένα νεφελώδες και αόριστο πλέγμα υποστήριξης. Ο όποιος αγώνας πρέπει να είναι δυναμικός συνεχής αλλά και ενωτικός και νόμιμος.
  Επειδή από την αρχή πρώτη μας προτεραιότητα είναι η συνοχή του κλάδου, η ενίσχυση της συμμετοχής, η προστασία των συναδέλφων και η διατύπωση απόψεων και προτάσεων με τη μέγιστη σοβαρότητα και ευθύνη δεν μπορούμε παρά να καταλήξουμε στην δεύτερη άποψη.
Για όλους τους παραπάνω λόγους προτείνουμε:   Να ορίσουν οι διευθυντές το σύνολο των συναδέλφων του συλλόγου διδασκόντων ως μέλη των  ομάδων εργασίας.


Αδέσμευτη Ομάδα Καθηγητών